νοσηρότητα

νοσηρότητα
η (Α νοσηρότης) [νοσηρός]
η ιδιότητα τού νοσηρού, οργανική, ψυχική ή ηθική κατάσταση που τήν χαρακτηρίζει έλλειψη υγείας
νεοελλ.
1. η συχνότητα νόσησης ενός πληθυσμού μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα από το σύνολο τών νόσων ή από συγκεκριμένη νόσο («στις υπανάπτυκτες χώρες παρατηρείται αυξημένη νοσηρότητα»)
2. η κατάσταση τού φιλάσθενου, φιλάσθενη ιδιοσυγκρασία («τα αίτια τής νοσηρότητας τού παιδιού θα πρέπει να αναζητηθούν στην κακή διατροφή του»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νοσηρότητα — η η ιδιότητα, η κατάσταση του νοσηρού: Νοσηρότητα κλίματος. – Nοσηρότητα περιβάλλοντος κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανθυγιεινότης — ( τητος), η η ιδιότητα του ανθυγιεινού, η νοσηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθυγιεινός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Γερμανό γιατρό Βερνάρδο Όρνσταϊν στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • ελονοσία — Εμπύρετη λοιμώδης νόσος που προκαλείται από πρωτόζωα παράσιτα του γένους πλασμώδιο και μεταδίδεται από κουνούπια του γένους ανωφελής. Προσβάλλει ανθρώπους και άλλα θηλαστικά, πτηνά, ερπετά κλπ. Τα παράσιτα της ε. έχουν δύο εξελικτικούς κύκλους:… …   Dictionary of Greek

  • νοσερότης — νοσερότης, ἡ (Α) [νοσερός] η ιδιότητα τού νοσερού, νοσηρότητα …   Dictionary of Greek

  • νοσηλός — νοσηλός, ή, όν (Α) 1. αυτός που προξενεί ασθένεια 2. ασθενής. επίρρ... νοσηλῶς (Α) με νοσηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + επίθημα ηλός (πρβλ. καπν ηλός, τρυφ ηλός)] …   Dictionary of Greek

  • πολεοδομία — Σε αντίθεση με τον κατά παράδοση ορισμό της π. ως τέχνης οικοδόμησης των πόλεων, που ίσχυε μέχρι την εποχή που οι πολεοδομικοί οργανισμοί μπορούσαν να θεωρηθούν ότι υπόκεινται σε αργή και προβλεπόμενη ανάπτυξη, η σύγχρονη π., αναλαμβάνοντας πριν… …   Dictionary of Greek

  • Γκέτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον- — (Johann Wolfgang von Goethe, Φρανκφούρτη 1749 – Βαϊμάρη 1832). Γερμανός ποιητής. Γιος του αυτοκρατορικού συμβούλου Γιόχαν Κάσπαρ, ανθρώπου αυστηρού με ουμανιστικά ενδιαφέροντα, και της Καταρίνα Ελίζαμπετ Τέξτορ, σπούδασε νομικά στη Λειψία, όπου… …   Dictionary of Greek

  • παραγρίπη — (Ιατρ.). Οξεία νόσος από ιό, η οποία προσβάλλει το αναπνευστικό σύστημα. Μεταδίδεται από μολυσμένο άτομο με τα σταγονίδια που μεταφέρονται με τον αέρα, όταν αυτό βήχει, φταρνίζεται ή μιλάει. Ανάμεσα σε όλες τις λοιμώξεις από ιό του αναπνευστικού… …   Dictionary of Greek

  • Τρακλ, Γκέοργκ — (Trakl, Σάλτσμπουργκ 1887 – Κρακοβία 1914). Αυστριακός ποιητής. Aνατράφηκε μέσα στο κλίμα του νεορομαντικού εστετισμού, επηρεασμένος από τη νεότερη γαλλική ποίηση και τη ρωσική λογοτεχνία, πρωτοεμφανίστηκε ως οπαδός του Χόφμανσταλ και της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”